Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ο Επίτροπος για τα δικαιώματα των παιδιών των διαζυγίων: PAS Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ.
ΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΑΙΔΙΟΥ- ΓΟΝΕΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Ή ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΙ.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ
Λευκωσία, Ιούλιος 2012
A. Αντικείμενο της Θέσης
Σύμφωνα με τον Περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο του 2007 [Ν.74(Ι)/2007], στο εξής «ο Νόμος», η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει ως αποστολή την προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων του παιδιού (άρθρο 3).

Προς επίτευξη της αποστολής της, η Επίτροπος έχει σειρά αρμοδιοτήτων που περιλαμβάνουν, «τον έλεγχο και την παρακολούθηση νομοθεσιών και πρακτικών και την υποβολή προτάσεων, με στόχο την εναρμόνιση της νομοθεσίας με σχετικές διεθνείς συμβάσεις» [άρθρο 4(1)(ε)], καθώς και «τη διαφώτιση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, έτσι ώστε αυτή να κινητοποιηθεί και να διασφαλίσει πρακτικά τα δικαιώματα των παιδιών στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινότητα και στην κοινωνία γενικώς»[άρθρο 4(1)(β)].

Μέσα στα πλαίσια επίτευξης των αρμοδιοτήτων της, η Επίτροπος δύναται, ανάμεσα σε άλλα, να «αξιολογεί το αποτέλεσμα της διερεύνησης παραπόνων από οποιαδήποτε Αρχή ή Υπηρεσία αναφορικά με την παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού» [άρθρο 4(2)(ι)] και να «απευθύνει συστάσεις και εισηγήσεις προς όλους τους αρμόδιους φορείς που ασχολούνται με τα παιδιά και, κατά την κρίση της, δίνει δημοσιότητα σ’ αυτές» [άρθρο 4(2)(δ)].

Στην άσκηση των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της η Επίτροπος κρίνει ότι ενδείκνυται να δημοσιοποιήσει την παρούσα Θέση της αναφορικά με το ρόλο των Κρατικών Υπηρεσιών σε περιπτώσεις προβλημάτων επικοινωνίας παιδιού – γονέα του οποίου οι γονείς είναι σε διάσταση ή διαζευγμένοι.

Το θέμα αυτό απασχολεί το Γραφείο της Επιτρόπου από την αρχή της λειτουργίας του θεσμού κατ’ επανάληψη. Με βάση τα παράπονα που υποβλήθηκαν, η Επίτροπος έχει παρέμβει προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με το χειρισμό που ακολούθησαν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) για την κάθε περίπτωση.

Λόγω του ότι, η Επίτροπος έλαβε αριθμό παραπόνων που άπτονται του ίδιου θέματος, τα οποία έχουν ήδη διερευνηθεί, θεωρεί ότι ενδείκνυται να τοποθετηθεί σφαιρικά στο θέμα του ρόλου και της ευθύνης των Κρατικών Υπηρεσιών σε περιπτώσεις προβλημάτων επικοινωνίας παιδιού - γονέα που δημιουργούνται όταν οι γονείς είναι σε διάσταση ή διαζευγμένοι. Στόχος της Επιτρόπου είναι να προβεί σε συγκεκριμένες εισηγήσεις προς το αρμόδιο Υπουργείο και Υπηρεσίες, οι οποίες, ευελπιστεί ότι, θα αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια όλων μας για διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών.

B. Το παράπονο

Από τη διερεύνηση των παραπόνων από την Επίτροπο, διαπιστώθηκε η σοβαρότητα των χρόνιων και των ακραίων προβλημάτων που δημιουργούνται λόγω της έντονης δυσλειτουργικότητας της σχέσης μεταξύ των γονέων μετά το χωρισμό σε βάρος του συμφέροντος του παιδιού. Τέτοια παραδείγματα προβληματικών καταστάσεων που δημιουργούνται, είναι η χρόνια παρακοή διαταγμάτων επικοινωνίας (και της με όρους επιβλεπόμενης επικοινωνίας) μεταξύ παιδιού- γονέα σε συνδυασμό με:
• ενδείξεις έντονης ψυχοπαθολογίας του γονέα που έχει τη φύλαξη του παιδιού σε σημείο που να δημιουργεί ερωτηματικά για τη γονική του ικανότητα
• καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση/ κακοποίηση του παιδιού (η οποία δεν έχει αποδειχθεί ή/και και δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του κατ΄ ισχυρισμόν θύτη)
• μετάδοση της αρνητικής στάσης του ενός γονέα προς το παιδί σε ότι αφορά την επικοινωνία του με τον άλλο γονέα
• έντονες αλληλοκατηγορίες μεταξύ συζύγων/γονέων
• ισχυρισμούς εκ μέρους του γονέα που έχει τη φύλαξη ότι το ίδιο το παιδί δεν επιθυμεί επικοινωνία με τον άλλο γονέα
• απομάκρυνση των παιδιών από το συγγενικό περίγυρο της πλευράς του γονέα που δεν έχει τη φύλαξη
• απαγωγή παιδιού από τον ένα γονέα
• χρόνια απομάκρυνση και διάσπαση του δεσμού μεταξύ παιδιού και γονέα
• δημιουργία προβλημάτων κατά τη διάρκεια επικοινωνίας (όταν αυτή πραγματοποιείται)
• άρνηση συνεργασίας των γονέων ή ενός εξ’ αυτών με τις ΥΚΕ και αδυναμία περαιτέρω ουσιαστικής παρέμβασης από τις ΥΚΕ
• άρνηση συνεργασίας των γονέων ή ενός εξ’ αυτών με ψυχολόγο ή άλλο ειδικό
• μη παροχή συγκατάθεσης των γονέων ή ενός εξ’ αυτών για παρακολούθηση των παιδιών τους από παιδοψυχολόγο
• άσκηση ψυχολογικής βίας από τους γονείς ή ένα εξ’ αυτών στα παιδιά με αποτέλεσμα την ανάπτυξη έντονων συναισθηματικών και ψυχολογικών προβλημάτων
• καταδίκη γονέα σε φυλάκιση μετά από επαναλαμβανόμενες παρακοές διατάγματος επικοινωνίας

Κοινό στοιχείο αυτών των περιπτώσεων είναι οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες Γονικής Μέριμνας που αφορούν παρακοή διαταγμάτων επικοινωνίας παιδιών με τον έναν από τους δύο γονείς. Όπως αβίαστα διαπιστώθηκε, αξιολογώντας τις περιπτώσεις αυτές, φαίνεται ότι η παρακοή των διαταγμάτων επικοινωνίας οφείλεται στις δυσλειτουργικές σχέσεις των γονέων που δημιουργούνται μετά το χωρισμό με αποτέλεσμα το παιδί να υιοθετεί αρνητική στάση προς έναν γονέα και να μην επιθυμεί επικοινωνία με αυτόν. Ακόμα ένα κοινό σημείο που ξεκάθαρα προκύπτει από το περιεχόμενο των απαντήσεων της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς την Επίτροπο σε συνάρτηση με την υφιστάμενη νομοθεσία, είναι ο στην πράξη περιορισμένος και/ή ανεπαρκής ρόλος των ΥΚΕ για τη διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα στις περιπτώσεις που οι γονείς δεν είναι δεκτικοί συνεργασίας.

Γ. Περιγραφή Έρευνας

Στα πλαίσια διαδικασίας διερεύνησης κάθε παράπονο εξετάστηκε μέσα από παρέμβαση της Επιτρόπου προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην κάθε συγκεκριμένη παρέμβαση της η Επίτροπος, αφού παρέθετε τα γεγονότα όπως είχαν τεθεί ενώπιον της και ανέλυε τις σχετικές για το θέμα πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τις συνεπαγόμενες υποχρεώσεις του κράτους που απορρέουν από αυτές, υπέβαλλε συγκεκριμένα για την περίπτωση ερωτήματα προς διερεύνηση. Στη βάση των απαντήσεων της Υπουργού γύρω από τα συγκεκριμένα ερωτήματα που τέθηκαν για την κάθε περίπτωση, η Επίτροπος προχώρησε σε εξέταση και αξιολόγηση του χειρισμού της περίπτωσης.

Με σκοπό την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών, η Επίτροπος στη συνέχεια προέβη σε ομαδοποίηση παραπόνων παρόμοιας φύσεως, με στόχο την επίτευξη σφαιρικής κι ολιστικής προσέγγισης γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή, του τρόπου με τον οποίο έτυχαν χειρισμού από τις Κρατικές Υπηρεσίες τα προβλήματα επικοινωνίας παιδιού- γονέα σε περιπτώσεις που οι γονείς είναι σε διάσταση ή διαζευγμένοι.

Δ. Νομικό Πλαίσιο

Όπως έχει υπογραμμιστεί και σε προηγούμενες Θέσεις της Επιτρόπου, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία η Δημοκρατία κύρωσε (μετά την ψήφιση του Νόμου 243/1990) και, κατά συνέπεια τη δεσμεύει με αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εθνικού νόμου, επιβάλλει ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού [Άρθρο 3 (1)].

Τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για διασφάλιση της αρχής ότι οι γονείς είναι οι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού για την ανάπτυξη του. Βασική τους μέριμνα θα πρέπει να αποτελεί το συμφέρον του παιδιού τους. Για την εγγύηση και την προώθηση των δικαιωμάτων που εκφράζονται στην Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να παρέχουν την κατάλληλη βοήθεια στους γονείς και στους νόμιμους εκπροσώπους του παιδιού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για την ανατροφή του παιδιού [Άρθρο 18 (1) και (2)].

Δυνάμει της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Κράτη μεριμνούν ώστε το παιδί να μην αποχωρίζεται από τους γονείς του, παρά τη θέλησή του, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν, με την επιφύλαξη δικαστικής αναθεώρησης και σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους νόμους και διαδικασίες, ότι ο χωρισμός αυτός είναι αναγκαίος για το συμφέρον του παιδιού. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να είναι αναγκαία σε ειδικές περιπτώσεις, για παράδειγμα, όταν οι γονείς κακομεταχειρίζονται ή παραμελούν το παιδί, ή όταν ζουν χωριστά και πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά με τον τόπο διαμονής του παιδιού. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις διαδικασίες και να γνωστοποιούν τις απόψεις τους. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού που ζει χωριστά από τους δυο γονείς του ή από τον έναν από αυτούς να διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άμεση επαφή με τους δυο γονείς του, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο με το συμφέρον του παιδιού [Άρθρο 9 (1), (2) και 3].

Η Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με το θέμα «Δικαιώματα των παιδιών και κοινωνικές υπηρεσίες φιλικές προς τα παιδιά και τις οικογένειες» , καλεί όπως:

I. Τα κράτη μέλη προβούν στις απαραίτητες αναθεωρήσεις της εθνικής νομοθεσίας και σε πολιτικές και πρακτικές για την διασφάλιση της εφαρμογής αυτής της Σύστασης. Επιπλέον, ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την ευρεία διάδοση της Σύστασης αυτής προς όλες τις Υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες ή εμπλεκόμενες σε ότι αφορά τα δικαιώματα των παιδιών όπως Κοινωνικές Υπηρεσίες, ομάδες που αντιπροσωπεύουν τα δικαιώματα των παιδιών και τις οικογένειες τους καθώς και άλλους φορείς.

II. Οι Κοινωνικές Υπηρεσίες στοχεύουν ως πρωταρχική τους μέριμνα στη διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού. Έχοντας υπόψη ότι πρωταρχική ευθύνη των γονέων είναι η ανατροφή και η ανάπτυξη του παιδιού τους, η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος για το παιδί, παρέχοντας ποικίλες υπηρεσίες κατάλληλου επιπέδου και απαραίτητους πόρους για τη σωστή άσκηση του γονικού τους ρόλου και την ενδυνάμωση των γονικών τους δεξιοτήτων.

III. Παιδιά και οικογένειες με σύνθετες και πολλαπλές ανάγκες επωφελούνται από συντονισμένες υπηρεσίες από επαγγελματίες, οι οποίοι συνεργάζονται και προέρχονται από διαφορετικούς τομείς όπως της εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών και δικαιοσύνης. Οι δυνατότητες και αρμοδιότητες της κάθε Υπηρεσίας θα πρέπει να γίνονται γνωστές και ξεκάθαρες προς τους δικαιούχους. Θα πρέπει να καθιερώσουν ένα κοινό πλαίσιο αξιολόγησης και διατμηματικά πρωτόκολλα για επαγγελματίες και Υπηρεσίες που εργάζονται με ή για τα παιδιά, ιδιαίτερα για αυτά που θεωρούνται υψηλού κινδύνου.

IV. Εξειδικευμένες κοινωνικές υπηρεσίες είναι σε θέση να διασφαλίζουν την άμεση παροχή παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση δυσμενών συνεπειών στα παιδιά από βιώματα τους και παρέχουν κοινωνική και ψυχολογική στήριξη στα παιδιά και στις οικογένειες τους. Αυτές οι πολυθεματικές υπηρεσίες και /ή προγράμματα πρέπει να βασίζονται σε αξιολόγηση των εξατομικευμένων αναγκών του παιδιού και παρεμβάσεις που βασίζονται σε γεγονότα (evidence- based interventions). Αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων υπηρεσίες για γονείς που έχουν ειδική ανάγκη για εκμάθηση/ ανάπτυξη γονικών δεξιοτήτων (parenting skill training), για παράδειγμα, λόγω βίαιων ή δυσλειτουργικών γονικών πρακτικών.

O περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990 έως 1998 προνοεί τα ακόλουθα:

I. Σύμφωνα με το άρθρο 17 «Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο. Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ' αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6».

II. Σύμφωνα με το άρθρο 6: «Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της. Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του».

III. Το άρθρο 18 καθορίζει ότι: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημα τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του, ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ' αυτό, το Δικαστήριο, εφόσο το ζητήσει ο άλλος γονέας ή ο Διευθυντής (Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας), μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το Δικαστήριο μπορεί να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, εν όλω ή εν μέρει, ή να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου εν όλω ή εν μέρει σε Επίτροπο. Η αφαίρεση εν όλω ή εν μέρει της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δυο γονείς και η ανάθεση της σε επίτροπο διατάσσονται από το Δικαστήριο μόνο όταν άλλα μέτρα δεν έφεραν αποτέλεσμα ή όταν κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου».

Ε. Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα

Από τη διερεύνηση των παραπόνων και αξιολόγηση του περιεχομένου των απαντήσεων της Υπουργού, διαπιστώθηκε ότι, σε υποθέσεις Γονικής Μέριμνας και, ειδικότερα σε αυτές που αφορούν περιπτώσεις όπου το παιδί στερείται το δικαίωμα διατήρησης προσωπικής σχέσης και άμεσης επαφής με έναν από τους δύο γονείς, συμπεριλαμβανομένης και της με επιβλεπόμενη επικοινωνία, οι διαδικασίες που εφαρμόζονται, τόσο από μέρους των εμπλεκομένων Κρατικών Υπηρεσιών όσο και από τα Δικαστήρια, καταλήγουν να είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες. Αυτό, σε συνάρτηση με τον περιορισμένο και/ή ανεπαρκή ρόλο των Κρατικών Υπηρεσιών, έχει ως αποτέλεσμα, οι ίδιες οι Κρατικές Υπηρεσίες να πλήττουν το συμφέρον του παιδιού, επεκτείνοντας και παρατείνοντας την απόσταση που δημιουργείται ανάμεσα στο παιδί και τον γονέα του και τη συναισθηματική βία που υφίσταται το παιδί και, παράλληλα, αποθαρρύνοντας και ταλαιπωρώντας τους γονείς που αποτείνονται στις αρμόδιες Υπηρεσίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όσο μεγαλύτερο διάστημα παραμένει το παιδί με τον ένα γονέα, τόσο περισσότερο αυτό θα αντισταθεί να μετακινηθεί στον άλλο γονέα . Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για ένα φιλικό για τα παιδιά σύστημα δικαιοσύνης, θα πρέπει να αποφεύγονται αθέμιτες καθυστερήσεις και να παρέχεται ταχεία ανταπόκριση, ώστε να προστατεύεται το συμφέρον του παιδιού. Οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες είναι άμεσα εφαρμόσιμες στις περιπτώσεις που είναι προς το συμφέρον του παιδιού . Στην Έκθεση της άτυπης συνάντησης εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με τα δικαιώματα των παιδιών και τις Κοινωνικές Υπηρεσίες, υπογραμμίζεται ότι «To make social services friendly to the child we have to focus on children and promote their resources and capabilities. We have to reflect the child’s role in it’s own socialization process. Therefore social services have to intervene earlier to prevent at risk situations.Time plays an important role for the child’s development and delays, which hinder children to develop. When a child is in danger, social services should have the possibility for extra intervention before judges take a decision. Institutions should try to reach consensus- based decisions» .

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, το Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης (Parental Alienation Syndrome) είναι διαταραχή κατά την οποία το παιδί υιοθετεί την υποτίμηση και την αρνητική κριτική για τον αποξενωμένο του γονέα, η οποία είναι αδικαιολόγητη ή/ και υπερβολική και η οποία προέρχεται από τον αποξενωτικό γονέα . Αποτελεί μορφή άσκησης συναισθηματικής βίας προς το παιδί, η οποία συνδέεται: (i) συχνά με ψευδείς κατηγορίες ενάντια στον άλλο γονέα για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού με σκοπό τη διακοπή επικοινωνίας του γονέα μαζί του, (ii) το Σύνδρομο της Στοκχόλμης (Stockholm Syndrome), κατά το οποίο τα παιδιά λειτουργούν ως «όμηροι» φοβούμενοι τον αποξενωτικό γονέα (alienating parent) τον οποίο υπακούουν για λόγους επιβίωσης και, (iii) με πτυχές του Συνδρόμου Ψευδών Αναμνήσεων (False Memory Syndrome) κατά το οποίο το παιδί δημιουργεί ασυνείδητα ψευδείς αναμνήσεις για τον αποξενωμένο γονέα (alienating parent) .

Στην πρωτόδικη απόφαση στην Αίτηση 390/07 Νεόφυτου Ξάνθου και Δέσποινα Ξάνθου εναντίον Μαρίας Ξιναρή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 15/7/2010 , Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου κος Γιώργος Σεργίδης έλαβε σοβαρά υπόψη οι απόψεις του καθηγητή Κλινικής Παιδοψυχιατρικής Richard A. Gardner γύρω από το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης οι οποίες παρατίθενται στην απόφαση του. Ενδεικτικά αναφέρονται τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση: «The parental alienation syndrome (PAS) is a disorder that arises primarily in the context of child-custody disputes. It´s primary manifestation is the child´s campaign of denigration against a parent, campaign that has no justification. It results from the combination of a programming (brainwashing) parent´s indoctrinations and the child´s own contributions to the vilification of the target parent […] It includes not only conscious but subconscious and unconscious factors within the preffered parent that contribute to the parent´s influencing the child´s alienation. Furthermore (and this is extremely important), it includes factors that arise within the child- independent of the parental contributions- that foster the development of the syndrome». Περαιτέρω στη εν λόγω απόφαση, ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, σχολιάζοντας τα άρθρα 17 (α) και 18 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 εώς 1998, αναφέρει τα εξής: «Αναμφίβολα, στο λειτούργημα ενός γονέα για την επιμέλεια του παιδιού του, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 18, περιλαμβάνεται και η κατάλληλη διαπαιδαγώγηση του παιδιού […]. Προπάντων δε, στο λειτούργημα του γονέα, περιλαμβάνεται και η συμβουλή προς το παιδί, να σέβεται και να αγαπά και τους δύο γονείς του και τους παππούδες του, ως επίσης και όλο τον κόσμο […]. Ψυχολογικός εξαναγκασμός ή πίεση ενός παιδιού, εκεί που υπάρχει, με σκοπό την αποξένωση του από τον άλλο γονέα, δεν αποτελεί απλώς αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά, αλλά όπως είδαμε, και βάναυση ενέργεια, ένα είδος κακοποίησης, την οποία κανένα Δικαστήριο, που θέλει να προστατεύσει το συμφέρον ενός ανήλικου, δεν μπορεί να ανεχθεί. Όπως είδαμε από τα αποσπάσματα από τη μελέτη του Καθηγητή Gardner στο σύνδρομο της πατρικής αποξένωσης, το παιδί υφίσταται θυματοποίηση, με το να γίνεται και θύμα και θύτης, κυριαρχούμενο από ψυχαναγκασμό. Ένα θυματοποιημένο παιδί, επιφανειακά παρουσιάζεται ως κυριαρχικό, άκαμπτο, οργισμένο, απότομο, συμπεριφερόμενο με επιθετικό, απρεπή και αυθάδη τρόπο, αλλά κατά βάθος νιώθει αδύναμο και παθητικό, βιώνει συναισθηματικό κενό και πολλές φορές, ανασφάλεια, αστάθεια, αβεβαιότητα, αγωνία, άγχος, φοβία, κατάθλιψη και άλλες ψυχοσωματικές ασθένειες».

Το 2002 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναγνώρισε το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης. Η Μέρι Μπανότι, διαμεσολαβήτρια για τις απαγωγές παιδιών σε διεθνές επίπεδο, αναφέρει στην έκθεσή της: «...Αυτό το φαινόμενο αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως πρόβλημα των παιδιών στα οποία δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στον ένα ή στον άλλο γονέα. Ο γονέας που έχει την επιμέλεια φροντίζει να αποξενώσει τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια από τα παιδιά του και αυτή η πρακτική είναι δυστυχώς πολύ συνηθισμένη και έχει καταστροφικές συνέπειες για το παιδί. Είναι σημαντικό οι δικαστικές αρχές και οι κοινωνικοί λειτουργοί που αναλαμβάνουν παιδιά σε αυτή την κατάσταση να γνωρίζουν ότι υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές και δεν πρέπει να κάνουν διακρίσεις κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την πρόσβαση και τα δικαιώματα επίσκεψης ». Σε σοβαρές περιπτώσεις και λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το χαρακτήρα και τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, ίσως χρειαστεί να μετακινηθεί το παιδί από την οικία του αποξενωτικού γονέα (alienating parent) με δικαστικό διάταγμα και να τοποθετηθεί στο σπίτι του αποξενωμένου γονέα, ή να αυξηθούν οι ώρες επικοινωνίας και οι διανυκτερεύσεις του παιδιού στον αποξενωμένο γονέα, προκειμένου να διακοπεί η διαδικασία αποξένωσης , .

Στις περιπτώσεις όπου οι γονείς δεν συμμορφώνονται με τους όρους διαταγμάτων Δικαστηρίου, παρατηρήθηκε ότι ο ρόλος των ΥΚΕ δυσχεραίνεται σημαντικά από την αρνητική στάση του ενός γονέα προς τον άλλον και/ή και την υιοθέτηση των αρνητικών στάσεων από το παιδί για τον άλλο γονέα με αποτέλεσμα το παιδί το ίδιο να μην επιθυμεί να διατηρεί επικοινωνία με τον γονέα του. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι ΥΚΕ καταβάλλουν προσπάθειες για τη διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού και την τήρηση των όρων των σχετικών διαταγμάτων μέσω παροχής συμβουλευτικής και εισηγήσεις για παραπομπή των εμπλεκόμενων μελών της οικογένειας στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και το Κέντρο Οικογενειακής Καθοδήγησης. Αρκετά συχνά, οι γονείς δεν αξιοποιούν τη συμβουλευτική που τους παρέχεται και αρνούνται να έχουν συνεργασία με τις ΥΚΕ, για διάφορους λόγους, ενίοτε επειδή διαπιστώνουν ότι ο αρμόδιος Λειτουργός Γονικής Μέριμνας της περίπτωσης δεν έχει επαρκή κατάρτιση και/ή η συχνότητα συνεργασίας του με την οικογένεια δεν είναι ικανοποιητική. Η κατάσταση αυτή συμβάλλει στη μη εξομάλυνση των σχέσεων των μελών της οικογένειας, ενώ σε περιπτώσεις που είτε η οικογενειακή κατάσταση δημιουργεί προβλήματα ψυχικής υγείας στα παιδιά ή όταν τα προβλήματα στην οικογένεια οφείλονται εξ΄ ολοκλήρου ή εν μέρει σε προβλήματα ψυχικής υγείας των γονέων, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά σοβαρά, αυτά δεν αντιμετωπίζονται. Συνεπώς, ο περιορισμένος ρόλος των ΥΚΕ στις περιπτώσεις Γονικής Μέριμνας, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να αξιολογηθεί και αναθεωρηθεί, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση το συμφέρον του παιδιού. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όταν η δυναμική της αποξένωσης που προκαλείται από τον ένα γονέα είναι σοβαρή, η οικογένεια πιθανόν να χρειάζεται το διορισμό κοινωνικού λειτουργού από το Δικαστήριο μετά την έκδοση σχετικών διαταγμάτων, ο οποίος θα εξουσιοδοτείται για τη διασφάλιση της εφαρμογής δικαστικού διατάγματος για σκοπούς φύλαξης και επικοινωνίας και θα είναι υπεύθυνος για την ενημέρωση του Δικαστηρίου κατά πόσο ο ένας ή και οι δύο γονείς παραβιάζουν το διάταγμα . Παρέχοντας αυτή την εξουσία σε Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, θα μπορεί να διασφαλίζεται, ακόμα και υποχρεωτικά, η παρακολούθηση προγραμμάτων συμβουλευτικής, ψυχοθεραπείας, ή/ και προγραμμάτων ανάπτυξης/ εκμάθησης γονεϊκών δεξιοτήτων. Η ψυχοθεραπεία ενδείκνυται για όλα τα μέλη της οικογένειας. Για το παιδί που υπόκειται τις συνέπειες της γονεϊκής αποξένωσης, η θεραπεία είναι απαραίτητη .

Παρατηρήθηκε, ότι στις πλείστες των περιπτώσεων, οι εισηγήσεις που υποβάλλονται προς το Δικαστήριο μέσω των εκθέσεων Γονικής Μέριμνας, δεν αξιοποιούν τη δυνατότητα που παρέχεται από το άρθρο 18 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 εώς 1998, π.χ., η συνεργασία με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες και/ή η παρακολούθηση του παιδιού και/ή του γονέα από Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο (όπου ενδείκνυται) να είναι υποχρεωτική. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημα τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του, ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ' αυτό, το Δικαστήριο, εφόσο το ζητήσει ο άλλος γονέας ή ο Διευθυντής (Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας), μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο». Αξίζει να αναφερθεί ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο οι αρμόδιες Αρχές προχώρησαν σε τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας τους, ώστε να έχουν την εξουσία να υποχρεώνουν τους γονείς σε παρακολούθηση προγραμμάτων συμβουλευτικής ή καθοδήγησης και ανάπτυξης γονεϊκών δεξιοτήτων και προγραμμάτων για ομαδική θεραπεία, ώστε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που δυσχεραίνουν τη σωστή άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου και την εφαρμογή διαταγμάτων . Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης για ένα φιλικό για τα παιδιά σύστημα δικαιοσύνης, σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, όπως είναι αυτές της Γονικής Μέριμνας, τα Δικαστήρια θα πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποφεύγεται η πιθανότητα πρόκλησης αρνητικών επιπτώσεων στις οικογενειακές σχέσεις. Αν κριθεί απαραίτητο, οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν την πιθανότητα έκδοσης προσωρινών αποφάσεων, οι οποίες να παρακολουθούνται για συγκεκριμένη περίοδο με σκοπό την μετέπειτα αξιολόγηση τους .

Επιπρόσθετα, από τις απαντήσεις της Υπουργού, δεν φαίνεται να υπάρχει, θεσμοθετημένη, και/ή να εφαρμόζεται αποτελεσματική και συντονισμένη συνεργασία των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με άλλες εμπλεκόμενες Υπηρεσίες, όπως προνοείται στην Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με το θέμα «Δικαιώματα των παιδιών και κοινωνικές υπηρεσίες φιλικές προς τα παιδιά και τις οικογένειες» . Σύμφωνα με τις Τελικές Παρατηρήσεις της Επιτροπής Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού αναφορικά με την αξιολόγηση της συνδυασμένης 3ης και 4ης περιοδικής Έκθεσης της Κύπρου (CRC/C/CYP/3-4) του Ιουνίου του 2012: «The Committee is concerned that the State party does not have a mechanism for the coordination of activities between ministries and services for the implementation of the Convention at every level of the State. The Committee calls upon the State party to ensure that it undertakes measures to establish an effective mechanism for coordinating the implementation of child rights policy amongst all the relevant bodies and institutions and at all levels. In doing so, the State party is urged to ensure that this mechanism is provided with the necessary human, technical and financial resources to coordinate child rights policy that is comprehensive, coherent and consistent at national and local levels ». Από τις διαδικασίες που ακολουθούνται για περιπτώσεις Γονικής Μέριμνας για τις οποίες είτε υπάρχει εισήγηση ή/ και εξασφαλίζεται απόφαση Δικαστηρίου για παρακολούθηση παιδιού ή γονέα από κάποια Υπηρεσία, απουσιάζει η ύπαρξη ενός πρωτοκόλλου διατμηματικής συνεργασίας ανάμεσα στις εμπλεκόμενες Κρατικές Υπηρεσίες, όπως, π.χ., των ΥΚΕ με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Απουσιάζει, επίσης, θεσμοθετημένη διατμηματική συνεργασία κατά την διάρκεια της κρίσιμης περιόδου αξιολόγησης των σχέσεων που επικρατούν στην οικογένεια, των γονεϊκών δεξιοτήτων, των ρόλων και της προσωπικότητας των μελών της οικογένειας. Στις ΗΠΑ, το 90% των αξιολογήσεων που γίνονται για σκοπούς Γονικής Μέριμνας περιλαμβάνουν τουλάχιστον κάποια ψυχομετρικά τεστ, σαν αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής που ακολουθείται . H απόφαση για το κατά πόσο στην αξιολόγηση Γονικής Μέριμνας για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει ή όχι να ληφθούν υπόψη αποτελέσματα από ψυχομετρικά τεστ και άλλα εργαλεία, έγκειται στον αξιολογητή (evaluator) .

Η απουσία προγραμμάτων στήριξης και ανάπτυξης/ εκμάθησης γονικών δεξιοτήτων (parenting skills) και προληπτικών προγραμμάτων για νέους γονείς, συνιστά μεγάλο κενό σε σχέση με το χειρισμό αυτών των οικογενειών, σύμφωνα με τη Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με το θέμα «Δικαιώματα των παιδιών και κοινωνικές υπηρεσίες φιλικές προς τα παιδιά και τις οικογένειες» , η οποία είναι εναρμονισμένη με τις Αρχές της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Για το σκοπό αυτό θα μπορούσε να αξιοποιείται το Κέντρο Οικογενειακής Καθοδήγησης που υπάγεται στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, το οποίο ιδρύθηκε για να παρέχει, ανάμεσα σε άλλα, προγράμματα «συμβουλευτικής καθοδήγηση και εντατικής βραχυπρόθεσμης παρέμβασης σε οικογένειες, σε ατομικό και ομαδικό πλαίσιο, από ομάδα επαγγελματιών (Κοινωνικού Λειτουργού, Ψυχολόγου και άλλων ειδικοτήτων)». . Στις απαντήσεις της Υπουργού, δεν αναφέρεται καθόλου η παροχή και αξιοποίηση τέτοιων προγραμμάτων από τη συγκεκριμένη δομή για τις πιο πάνω περιπτώσεις. Λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη ότι, Κέντρο Οικογενειακής Καθοδήγησης λειτουργεί σε μια και μόνο πόλη της Κύπρου (στη Λευκωσία), εγείρεται εύλογα το ερώτημα, με ποιο τρόπο το Κράτος διασφαλίζει την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών φιλικών προς το παιδί, όπως προνοεί η προαναφερθείσα Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης;

Στ. Συστάσεις / Εισηγήσεις της Επιτρόπου

Ενόψει των πιο πάνω η Επίτροπος προβαίνει στις ακόλουθες συστάσεις και εισηγήσεις:

I. Την τροποποίηση του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 εώς 1998 και εκσυγχρονισμό των τηρούμενων διαδικασιών και πρακτικών των ΥΚΕ σε ότι αφορά τα θέματα Γονικής Μέριμνας, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται:

1. η ταχεία εκδίκαση υποθέσεων,

2. η υποχρεωτική συμμόρφωση των γονέων για την εφαρμογή των διαταγμάτων με το διορισμό Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών υπεύθυνου για την τήρηση και παρακολούθηση της εφαρμογής σχετικών διαταγμάτων με αρμοδιότητα ενημέρωσης του Δικαστηρίου για την πρόοδο ή όχι της κάθε περίπτωσης,

3. η υποχρεωτική συμμετοχή των μελών της οικογένειας σε θεραπευτικά ή/ και εκπαιδευτικά προγράμματα, και

4. η διατμηματική συνεργασία, ειδικότερα μεταξύ των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, τόσο στη φάση αξιολόγησης όσο και στον χειρισμό των περιπτώσεων.

ΙΙ. Οι ΥΚΕ θα πρέπει να εξετάσουν τους τρόπους με τους οποίους διασφαλίζεται η παροχή και διαθεσιμότητα προγραμμάτων στήριξης, εκμάθησης και ανάπτυξης γονεϊκών δεξιοτήτων και προληπτικών προγραμμάτων για νεαρά ζευγάρια. Μέσα από την εκπόνηση εκπαιδευτικών σεμιναρίων και διαλέξεων θα πρέπει να διασφαλιστεί ο έγκαιρος εντοπισμός, από τους αρμόδιους λειτουργούς, των οικογενειών που αντιμετωπίζουν το Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης, ώστε να γίνει έγκαιρη πρόληψη.

ΙΙΙ. Οι Λειτουργοί Ευημερίας που ασχολούνται με περιπτώσεις Γονικής Μέριμνας θα πρέπει να τυγχάνουν συνεχούς ενδουπηρεσιακής επιμόρφωσης και εκπαίδευσης για τα θέματα τα οποία χειρίζονται ώστε, από τη μια, να επιδεικνύουν επάρκεια στο ρόλο τους και να μην αμφισβητείται ο επαγγελματισμός τους και, από την άλλη, να είναι επαρκώς ενημερωμένοι για τις σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα και τις διαδικασίες υποβολής εισηγήσεων προς το Δικαστήριο.

IV. Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και, ειδικότερα, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων καλούνται να εξετάσουν, στα πλαίσια της απαραίτητης διατμηματικής συνεργασίας, τους τρόπους με τους οποίους διασφαλίζεται η ενεργός εμπλοκή τους τόσο στο στάδιο της αξιολόγησης όσο και της θεραπευτικής παρέμβασης προς την οικογένεια γενικά και το παιδί πιο ειδικά.

V. Σε δικαστικές διαδικασίες υποθέσεων Γονικής Μέριμνας, κατά τις οποίες ο αρμόδιος Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών διαπιστώνει σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς του ή τα πρόσωπα που έχουν τη γονική του ευθύνη, θα πρέπει να προβαίνει σε εισήγηση προς το Δικαστήριο για χρήση του άρθρου 4 (1), εδάφια (ζ) και (η) του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου του 2007 [Ν.74(Ι)/2007], σύμφωνα με το οποίο: «Προς επίτευξη των σκοπών του άρθρου 3, οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου περιλαμβάνουν: …(ζ) την υποβολή αιτήσεων, εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού, για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, όπου ο νόμος ή το δικαστήριο ήθελαν αποκλείσει τα πρόσωπα που έχουν τη γονική ευθύνη από του να αντιπροσωπεύουν το παιδί, ως αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων με το τελευταίο, (η) την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά, όπου τούτο προβλέπεται από νόμο, και σε δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται ως αντιπρόσωπος του παιδιού από το δικαστήριο». Η διασφάλιση της νομικής εκπροσώπησης παιδιού από τον Επίτροπο στις περιπτώσεις αυτές, συνιστά εφαρμογή του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, την οποία η Κύπρος επικύρωσε, μετά την ψήφιση του Νόμου 23(ΙΙΙ)/2005 , και συνάδει απόλυτα με τη νομολογία της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με το άρθρο 12 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία αναφέρει: «The Committee recommends that States parties ensure, through legislation, regulation and policy directives, that the child´s views are solicited and considered, including decisions regarding placement in foster care or homes [...]».

Εν κατακλείδι και ενόψει των πιο πάνω Συμπερασμάτων και Συστάσεων/Εισηγήσεων, η Επίτροπος θεωρεί επιβεβλημένη ανάγκη την προώθηση για ψήφιση του νομοσχεδίου αναφορικά με τη Διαμεσολάβηση σε Οικογενειακές Υποθέσεις που εκκρεμεί για αρκετά χρόνια ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών. Η νομοθετική ρύθμιση του θεσμού της Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Υποθέσεις μπορεί και θα πρέπει να συμβάλει στην πρόληψη πολλών προβλημάτων που οδηγούν στην παθογένεια του συστήματος που πραγματεύεται η παρούσα Θέση.

Στη βάση όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω, η Επίτροπος καλεί όλες τις εμπλεκόμενες Αρχές όπως προβούν στις απαραίτητες ενέργειες ώστε ο χειρισμός πολύπλοκων υποθέσεων που αφορούν παιδιά, οι οποίες χρήζουν σφαιρικής διυπηρεσιακής αντιμετώπισης από διάφορες Υπηρεσίες, η καθεμιά στα πλαίσια των δικών της αρμοδιοτήτων, να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα των παιδιών.

Για το λόγο αυτό η παρούσα Θέση διαβιβάζεται στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Υπουργό Υγείας, καθώς και τη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και τη Βοηθό Διευθύντρια Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Ταυτόχρονα, ενόψει της καταληκτικής Σύστασης/Εισήγησης, η παρούσα Θέση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων καθώς και τον Πρόεδρο Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών. Για σκοπούς ενημέρωσης η παρούσα Θέση κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στους Προέδρους Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας- Αμμοχώστου και Πάφου .
Λήδα Κουρσουμπά
Επίτροπος Προστασίας των
Δικαιωμάτων του Παιδιού
Λευκωσία, Ιούλιος 2012 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου