"Ο δικαστής που παραβιάζει το νόμο, δεν είναι δικαστής" - Μαρία Χασιρτζόγλου, Εφέτης
ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΙΣΟΤΙΜΟΙ ΓΟΝΕΙΣ - ΙΣΟΤΙΜΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Όμως η πραγματική αυτή κατάσταση, στην οποία σαφώς και έχουμε δικαίωμα να αντιδράσουμε, δεν δικαιολογεί την άρνηση της αποστολής μας μέσα στη συντεταγμένη πολιτεία ούτε, ακόμη χειρότερο, την παρανομία που ακυρώνει το ρόλο μας. Καλύτερα φτωχοί δικαστές, παρά καθόλου.
“Η νομιμότητα δεν είναι συνώνυμο ούτε της δικαιοσύνης ούτε πρωτίστως της πραγματικής δημοκρατίας” έγραψε ένας δικαστής, σε ιστοσελίδα συναδέλφου, επιχειρηματολογώντας υπέρ της νομιμότητας της "αποχής" των δικαστών από τα καθήκοντά τους.
Αδυνατώ να αποκωδικοποιήσω τη σκέψη ενός δικαστή που υιοθετεί το παραπάνω αξίωμα. Και από αυτή την αδυναμία προκύπτει ένα ερώτημα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, υπαρξιακό:
«Ποιοι, τέλος πάντων, είμαστε και τι κάνουμε;».
Κατά τον ορισμό που μάς αποδίδεται (βλ. για παράδειγμα στο λεξικό της ΚΝΛ), είμαστε αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη.
Και τι σημαίνει απονέμω δικαιοσύνη;
Σημαίνει ότι ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, όταν έχει βλαφτεί από μια παράνομη συμπεριφορά.
Και πώς το κάνω αυτό;
Εφαρμόζοντας το νόμο. Εφαρμόζοντας, επαναλαμβάνω, το νόμο όπως τον ερμηνεύω πρωτίστως από το γράμμα του και δευτερευόντως από το πνεύμα του, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν διαπλάθω κατά την κρίση μου το νόμο, όταν αυτός είναι σαφής και χωρίς κενά, γιατί τότε, πολύ απλά, τον παραβιάζω.
Και αν τον παραβιάζω για «καλό και δίκαιο» σκοπό;
Τότε αποσυνδέω την απονομή της δικαιοσύνης από το νόμο, που σημαίνει ότι αποσυνδέω τους όρους, με τους οποίους ικανοποιώ κάποιον ή αποκαθιστώ μια κατάσταση, από τους ορισμούς του νόμου και πράττω κατά την, χωρίς όρια, υποκειμενική μου κρίση για το καλό και το δίκαιο.
Και είναι κακό αυτό;
Είναι κακό αν δεν είμαι «καλός και δίκαιος» άνθρωπος. Είναι πολύ κακό γιατί αντικαθιστά τα σαφή όρια του νόμου με τα ασαφή όρια της προσωπικότητας του εφαρμοστή του. Είναι πάρα πολύ κακό γιατί αντικαθιστά την νομιμότητα με τη σκοπιμότητα.
Και όταν, εκτός από δικαστής, είμαι ταυτόχρονα και εργαζόμενος που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του;
Εργαζόμενος είναι αυτός που μισθώνει την εργασία του στον άλλο και οφείλει να υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες του. Αν ο εργαζόμενος, διεκδικώντας τα δικαιώματά του, παρανομήσει, ο εργοδότης του θα στραφεί στο δικαστήριο, ζητώντας να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Τότε θα κληθώ να δικάσω τον εαυτό μου.
Και τι θα αποφασίσω;
Ότι ο δικαστής που παραβιάζει το νόμο, δεν είναι δικαστής.
Σημείωση: Άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος: Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.
Υστερόγραφο: Η συνολική περικοπή στις αποδοχές μας μέσα στην τελευταία διετία θα φθάσει το 60%, δημιουργώντας σε πολλούς, και ιδιαίτερα σε αυτούς που υπηρετούν κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, οικονομική ασφυξία. Όμως η πραγματική αυτή κατάσταση, στην οποία σαφώς και έχουμε δικαίωμα να αντιδράσουμε, δεν δικαιολογεί την άρνηση της αποστολής μας μέσα στη συντεταγμένη πολιτεία ούτε, ακόμη χειρότερο, την παρανομία που ακυρώνει το ρόλο μας. Καλύτερα φτωχοί δικαστές, παρά καθόλου.
* Η Μαρία Χασιρτζόγλου είναι εφέτης.
πηγή: http://www.protagon.gr
Περί απεργίας δικαστών και άλλων τινών….- Ντορα Τσικαρδανη, Δικηγορος Κοζανης, Υποψηφια βουλευτης ΔΗΜΑΡ
Προφανώς, το πρότυπο του συνδικαλιστή εν γένει έχει συσσωρεύσει τεράστια προστιθέμενη αξία υπέρ του τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Τέτοια και τόση, που συνεπήρε ακόμη και το δικαστικό σώμα. Όχι αδίκως: ο αμέσως προηγούμενος πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, έχοντας ηγηθεί των προηγουμένων "κινητοποιήσεων" του σώματος, πέρασε από την δικαστική εξουσία, στη νομοθετική τοιαύτη.
Επίσης προφανώς, η παρακαταθήκη του αξιολογείται θετικά από τους πρώην συναδέλφους του της ηγεσίας της ΕΝ.Δ.Ε., αφού αυτή είναι αποφασισμένη να βαδίσει στα χνάρια του, με αγωνιστικά (μεταξύ άλλων) μέσα:
"Β)Την αναστολή δημοσίευσης των πολιτικών αποφάσεων (πλην των επειγουσών) από την Δευτέρα 10-9-2012 και μέχρι τη σύγκληση της έκτακτης Γεν. Συνέλευσης.
Γ)Την καθημερινή διακοπή των συνεδριάσεων όλων των Δικαστηρίων της χώρας από την Δευτέρα 17-9-2012 έως 22-9-2012,από ώρα 10.00π.μ.έως 15.00μ.μ. και την επεξεργασία των δικογραφιών στα Δικαστήρια".
(Ανακοίνωση υπ' αριθμόν 109/07.09.12 του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Βλ. σχετικά εδώ)
Εκ προοιμίου διευκρινίζω, ότι θεωρώ την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών τόσο απολύτως επιβεβλημένη και αναγκαία, όσο και την υψηλή τους κατάρτιση και την αυστηρή τους αξιολόγηση και μεταχείριση. Άρα, η ουσία των επιχειρημάτων τους με βρίσκει σύμφωνη κατ' αρχήν. Όχι όμως και εν τέλει, δεδομένου, ότι στη σημερινή συγκυρία, με τη χώρα στο όριο της κατάρρευσης και, έχοντας σχετικοποιηθεί τα πάντα για τους πάντες, μέσα από τη στάθμιση των εν κινδύνω εννόμων αγαθών, οι δικαστές δεν μπορεί και δεν πρέπει να (αυτο)εξαιρούνται. Στην τεράστια συζήτηση νομικοπολιτικού ενδιαφέροντος, που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας, σχετικά με το μέχρι που μπορούν να περιστέλλονται δικαιώματα πολιτών προστατευόμενα από το Σύνταγμα, χωρίς να θιγεί η ύπαρξή τους, οι δικαστές δεν μπορούν να απαντάνε προτάσσοντας τα δικά τους (δικαιώματα).
Βεβαίως, αυτό είναι αίτημα ηθικοπολιτικού χαρακτήρα, αποδεκτό ή όχι. Η πρόσκληση όμως της ηγεσίας της ΕΝ.Δ.Ε. προς τους δικαστές: α) για μη δημοσίευση των πολιτικών (πλην επειγουσών) αποφάσεων και, β) για διακοπή συνεδριάσεων από τις 10.00 – 15.00 από 17 – 22.09.12 κείται σαφώς εκτός ορίου νομιμότητας και δη, συνταγματικής. Καλεί τους δικαστές σε αρνησιδικία και λευκή απεργία, καταλύοντας την απ' ευθείας υπαγωγή τους στο Σύνταγμα και τους νόμους και, διεκδικώντας για τους ίδιους και την ηγεσία της ΕΝ.Δ.Ε. "συνδικαλιστικές" δάφνες απολύτως ασύμβατες με τις ιδιότητές τους. Καλλιεργεί μία απολύτως επικίνδυνη αντίληψη περί νομιμότητας εκτός νομιμότητας και την ανάλογη κουλτούρα και αισθητική.
Είναι προφανές, ότι η "συνδικαλιστική" αυτή δραστηριότητα μόνον αποδομητικά μπορεί να λειτουργήσει και, μάλιστα, όχι μόνον για τους δικαστές, αλλά για το ίδιο το θεσμικό οικοδόμημα της ελληνικής δημοκρατίας. Οι τρέχουσες συνθήκες επιτείνουν τα προβλήματα και τις εντάσεις, απομακρύνουν τις λύσεις και καταλύουν θεσμικά κεκτημένα (άλλοτε καλώς και άλλοτε όχι). Δεν θα ήθελα να συμπεριληφθεί και η δικαιοσύνη σ' αυτά. Το αντίθετο μάλιστα. Οι συμβολισμοί είναι εξαιρετικά ισχυροί, θα έλεγα ανελέητοι: οι κρίνοντες την νομιμότητα και καταχρηστικότητα των απεργιών, απεργούν αντισυνταγματικά, βολευόμενοι σε contra legem ερμηνευτικές κατασκευές ή απλώς επικαλούμενοι το υπερεπείγον της πραγματικότητας, το οποίο, όμως, δεν αφορά μόνον αυτούς... Αυτοί που οφείλουν να διαφυλάξουν την απειλούμενη έννομη τάξη, να εγγυηθούν την απρόσκοπτη και συνεχή λειτουργία της δικαιοσύνης και να καταδικάσουν ανελέητα τους περιφερόμενους αυτοδικούντες στο όνομα μιας δικής τους νομιμότητας, αρνησιδικούν, μεγαλώνοντας την ανασφάλεια του πολίτη...
Εν κατακλείδι: Αρνητική συμβολή στη δημοκρατία μπορεί να έχουν και έχουν πολλές κοινωνικές ή επαγγελματικές κατηγορίες με τις συλλογικές τους συμπεριφορές. Στην περίπτωση αυτή αφαιρούν λιθαράκια, αντί να προσθέτουν. Η απεργία των δικαστών την αποθεμελιώνει...
Ντόρα Τσικαρδάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου