Η εποχή της ενοχής
Ξύπνησε το πρωί με το ζόρι και με το ζόρι όσα είχε να κάνει θα έκανε την υπόλοιπη ημέρα.
Θα έντυνε τα παιδιά βιαστικά, θα τους ετοίμαζε πρωινό, θα τα πήγαινε στο σχολείο, θα πήγαινε στη δουλειά όπου ας πούμε με συντομία ότι για δέκα ώρες θα υπέφερε, θα επέστρεφε αργά το απόγευμα και θα έπρεπε να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα, γιατί ο άντρας της είχε μάθει να μην τρώει δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό, και να καθαρίσει το σπίτι, θα βοηθούσε τα παιδιά στο διάβασμα, θα τους φώναζε, ακόμη κι αν ένιωθε φρικτά γι’αυτό, επειδή δεν θα είχαν όλες τις ασκήσεις τους σωστά αλλά έπρεπε να είναι καλοί μαθητές στο σχολείο, θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της και με το ζόρι θα άκουγε όλα τα τελευταία νέα για το σάκχαρό της και τις πρόσφατες εξετάσεις της, αλλά κυρίως για την εκδρομή που θα έκανε με τις φίλες, όταν εκείνη τη χρειαζόταν να της πλύνει κανέναν πιάτο ή να διαβάσει κανένα παραμύθι στους μικρούς της διαβόλους, θα έπρεπε να ακούσει μετά τον άντρα της να βρίζει το αφεντικό του και το βράδυ, όταν θα έκλεινε κατάκοπη τα μάτια για λίγες ώρες διακοπής από αυτή την αδιάκοπη τρέλα, θα ξυπνούσε από το απαίσιο ροχαλητό του για να τον σκουντήσει, αυτός θα σιγομουρμούριζε συγγνώμη και θα άλλαζε πλευρό για να ξαναρχίσει να ροχαλίζει πιο δυνατά μετά από πέντε λεπτά, όταν εκείνη θα βρισκόταν στον προθάλαμο ενός όμορφου ονείρου, στο οποίο θα βρισκόταν μόνη της μέσα σε μια απέραντη θάλασσα.
Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν είχε χρόνο να τα σκεφτεί και τα έκανε μηχανικά, σαν ένα αυτόματο ρομπότ, στο οποίο η κοινωνία, η οικογένεια και προπάντων ο εαυτός της έριχναν συνεχώς κέρματα. Και για χρόνια αυτό το ρομπότ δούλευε, μόνο που τώρα με την οικονομική κρίση τα κέρματα όλων μειώνονταν κι εκείνη ένιωθε σαν ένα ρομπότ που έτριζε εκνευριστικά και με γρανάζια μέσα ξεχαρβαλωμένα.
Έκανε αυτές τις καθημερινές κινήσεις που κάνει μια εργαζόμενη μητέρα κάθε πρωί με εκνευρισμό και άγχος και μετά πήγε τα παιδάκια της στο σχολείο για να μορφωθούν, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι αυτό θα τους εξασφάλιζε στο μέλλον δουλειά και χρήματα και προπάντων ψυχική υγεία για να μπορούν να ζήσουν ανθρώπινα. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος εκείνο το πρωί αλλά το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έκανε τα πάντα να φαίνονται μαύρα, οι άνθρωποι που έβριζαν στους δρόμους είχαν μαυρίλα στην ψυχή τους κι έτσι ο ουρανός έγινε κι αυτός μαύρος, όταν τον κοίταξε κι ας ήταν γαλάζιος. Και τότε προσπέρασε μια γερασμένη, μισοτρελαμένη γριούλα, που ψαχούλευε στα σκουπίδια και με χαρά βρήκε ένα μισοφαγωμένο κουλούρι και κάθισε στο πεζοδρόμιο να το φάει χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα σκληρή, που δεν άντεχε να βλέπει και όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι, όταν δεν αντέχουν να βλέπουν κάτι πολύ σκληρό, γύρισε το κεφάλι και δυνάμωσε το ραδιόφωνο, στο οποίο ο εκφωνητής φώναζε για τη νέα φορολογία και σε αυτή τη νέα φορολογία αφοσιώθηκε και άρχισε να αγχώνεται, γιατί δεν ήξερε αν το καλοκαίρι θα πήγαινε διακοπές με τα νέα οικονομικά μέτρα που έρχονταν, να απλώσει το κουρασμένο κορμί της στην παραλία και να μην σκέφτεται τίποτα για λίγα λεπτά κάθε μέρα.
Και πάνω στη σκέψη της παραλίας και της φορολογίας, ένιωσε ένα παράξενο ταρακούνημα στο αμάξι, γύρισε και κοίταξε πίσω της και είδε έναν νεαρό άντρα να της κάνει άσεμνη χειρονομία και να λέει άσεμνα λόγια, γιατί μάλλον τον χτύπησε στον αγκώνα με τον καθρέφτη. Ένιωσε ενοχή, δεν σταμάτησε, όμως, γιατί πρώτον θύμωσε με τη χυδαιότητά του, δεύτερον φοβήθηκε ότι μπορεί να γινόταν βίαιος. Πάτησε γκάζι κι έφυγε και πήγε στη δουλειά της.
Πάνω από το κτήριο, στο οποίο στεγαζόταν η εταιρεία που δούλευε, ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο είχε εγκατασταθεί από το καλοκαίρι, όταν άρχισε να ψιθυρίζεται το ενδεχόμενο απολύσεων και όταν άρχισαν οι πρώτες περικοπές και όταν τα έσοδα άρχισαν να μειώνονται πραγματικά επικίνδυνα για την βιωσιμότητα της εταιρείας. Όλοι ήταν θυμωμένοι με μια κατάσταση, για την οποία κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος και οι μισοί συνάδελφοί της που είχαν οικογένεια είχαν δάνεια για σπίτια, που με πολύ χαρά επίπλωσαν κάποτε, παιδιά που σπούδαζαν στο εξωτερικό ή σε άλλη πόλη, στα οποία δεν τολμούσαν να πουν ότι ίσως θα έπρεπε να δουλέψουν σε μια εποχή που κανείς δεν έβρισκε δουλειά και τεράστια ανάγκη για διακοπές σε κάποιο όμορφο νησί με σοκάκια, μαγαζάκια με κοσμήματα και κοκτέιλ στην παραλία. Οι άλλοι μισοί συνάδελφοι, που ήταν πιο νέοι, είχαν κάποτε όνειρο να παντρευτούν σε κάποιο κτήμα με όμορφο νυφικό και ρομαντικό ηλιοβασίλεμα και να κάνουν παιδιά, τα οποία μάλλον δεν θα προλάβαιναν να βλέπουν κι όταν τα έβλεπαν θα ήθελαν να τα σκοτώσουν, αυτό δεν τους το έλεγε για να μην τους αποθαρρύνει από το ιερό έργο της διαιώνισης του είδους, ωστόσο τώρα είχαν όλοι αποθαρρυνθεί κι έλεγαν ότι θα μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και τουλάχιστον κάποιος άλλος θα καθάριζε το δωμάτιό τους και δεν θα έπρεπε να καθαρίσουν οι ίδιοι που γύριζαν κατάκοποι το βράδυ και δεν είχαν όρεξη ούτε για ποτό να πάνε. Όλοι αυτοί οι συνάδελφοί της και η ίδια ήταν θυμωμένοι με τον εργοδότη τους και με το κράτος, ο εργοδότης ήταν θυμωμένος με αυτούς, που έπρεπε να πληρώνει τόσα χρήματα για την ασφάλισή τους και με το κράτος, επίσης συχνά μπορεί να μάλωναν και μεταξύ τους για ένα μολύβι ή ένα φαξ, που δεν στάλθηκε, το μόνο που τους ένωνε ήταν πάντως οι ευχές να κλείσουν οι ανταγωνίστριες εταιρείες για να ανέβει ο τζίρος κι ας έμεναν άνθρωποι σαν αυτούς άνεργοι και όλοι θύμωναν, όταν οι ανταγωνιστές είχαν δουλειά και όλος αυτός ο θυμός κυκλοφορούσε στους διαδρόμους, στα γραφεία, έμπαινε κι έβγαινε από τα παράθυρα, ερχόταν από τα σπίτια τους και καμία φορά τη μαυρίλα πάνω από την εταιρεία διέκοπταν εκρήξεις ηφαιστείων.
Η ημέρα για όλους αυτούς τους υπαλλήλους και για την ίδια πέρασε άσχημα, όπως όλες οι ημέρες τους τελευταίους μήνες και επιτέλους έφτασε η ώρα να φύγει από αυτό το μισητό μέρος, στο οποίο περνούσε τελικά τη ζωή της και πια δεν την πλήρωνε αλλά το είχε ανάγκη γιατί άλλη δουλειά δεν θα έβρισκε αν η εταιρεία έκλεινε ή την απέλυαν και δυστυχώς δεν έγινε μείωση στα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου των παιδιών, ακόμη κι αν παρακάλεσε πολύ ευγενικά ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων.
Μπήκε στο αυτοκίνητο της και άνοιξε το ραδιόφωνο, αλλά η ιδέα που της είχε καρφωθεί από το μεσημέρι, τώρα γιγαντώθηκε στο μυαλό της και άρχισε να την κατακλύζει. Κι αν αυτός ο νεαρός της έκανε μήνυση για εγκατάλειψη ατυχήματος; Αν είχε σπάσει το χέρι του ή είχε πάθει κάταγμα; Και το ακόμη χειρότερο, που της πάγωνε το αίμα, αν είχε μαζί του ένα μικρό παιδί κι εκείνη δεν το είδε και το σκότωσε; Αν είχε γίνει φονιάς και δεν το είχε καταλάβει; Αν έμπαινε στη φυλακή και δεν ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά της; Μοιράστηκε αυτούς τους φόβους με μια φίλη της, που της είπε ότι μάλλον έχει πολύ άγχος και να πάει σε ψυχολόγο, αν τις περισσέψουν ποτέ ξανά χρήματα και με τη μαμά της, που της είπε ότι μπορεί να είχε πάθει κάταγμα ο άνθρωπος και ότι έπρεπε να είχε σταματήσει για να τον πάει στο νοσοκομείο. Καταλάβαινε ότι ήταν παράλογο, ότι το μυαλό της τής έπαιζε παιχνίδια, ότι απλώς χτύπησε λίγο το χέρι ενός ανθρώπου με τον καθρέφτη κι αυτός εκνευρίστηκε, αλλά τότε τι ήταν αυτή ενοχή, τι ήταν αυτό το τεράστιο βάρος, που την πλάκωνε σαν ταφόπλακα σε ζωντανό σώμα, τι ήταν αυτός ο τρόμος που παρέσυρε το μυαλό της σε καταστροφές και την έκανε να φαντάζεται τον εαυτό της μόνο του στο κελί μιας φυλακής να μετράει τις μέρες της υπόλοιπης ζωής της χωρίς ελπίδα;
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι περνούσε πάλι από το σημείο που έγιναν όλα. Παρκάρισε το αυτοκίνητο και βγήκε χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει. Εντόπισε τον κάδο και άρχισε να κοιτάζει στον δρόμο αν υπήρχε αίμα από το έγκλημα που δεν έκανε. Κοιτούσε με μανία, ήθελε με τα χέρια της να τρίψει το πεζοδρόμιο, να το γδάρει και να γδάρει μετά τα χέρια της να φύγει από πάνω τους αυτό το φανταστικό αίμα κι αυτόν τον φόβο ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά της, τον άντρα της, τη μητέρα της να τον ξεριζώσει και να τον πετάξει μακριά και να μπορέσει να αναπνεύσει επιτέλους σαν άνθρωπος ζωντανός, όχι σαν άνθρωπος με μια ταφόπλακα πάνω του.
Τότε άκουσε μια φωνή πίσω της και πετάχτηκε τρομαγμένη. Η γριούλα, που το πρωί έτρωγε το μισοφαγωμένο κουλούρι, είχε βρει μια ολόκληρη τυρόπιτα.
«Τυχερή είμαι σήμερα», της είπε.
Την κοίταξε σοκαρισμένη κι έκανε να φύγει γρήγορα.
«Και τι ωραίος, γαλάζιος ουρανός…», συμπλήρωσε η γριούλα και άρχισε να καταβροχθίζει την τυρόπιτα.
Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη είναι ψυχολόγος, συγγραφέας και συνεργάτης του ΣΥΓΑΠΑ. Εχει γραψει και δημοσιεύσει πληθώρα διηγημάτων και κειμένων-βιβλίων.
Ξύπνησε το πρωί με το ζόρι και με το ζόρι όσα είχε να κάνει θα έκανε την υπόλοιπη ημέρα.
Θα έντυνε τα παιδιά βιαστικά, θα τους ετοίμαζε πρωινό, θα τα πήγαινε στο σχολείο, θα πήγαινε στη δουλειά όπου ας πούμε με συντομία ότι για δέκα ώρες θα υπέφερε, θα επέστρεφε αργά το απόγευμα και θα έπρεπε να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα, γιατί ο άντρας της είχε μάθει να μην τρώει δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό, και να καθαρίσει το σπίτι, θα βοηθούσε τα παιδιά στο διάβασμα, θα τους φώναζε, ακόμη κι αν ένιωθε φρικτά γι’αυτό, επειδή δεν θα είχαν όλες τις ασκήσεις τους σωστά αλλά έπρεπε να είναι καλοί μαθητές στο σχολείο, θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της και με το ζόρι θα άκουγε όλα τα τελευταία νέα για το σάκχαρό της και τις πρόσφατες εξετάσεις της, αλλά κυρίως για την εκδρομή που θα έκανε με τις φίλες, όταν εκείνη τη χρειαζόταν να της πλύνει κανέναν πιάτο ή να διαβάσει κανένα παραμύθι στους μικρούς της διαβόλους, θα έπρεπε να ακούσει μετά τον άντρα της να βρίζει το αφεντικό του και το βράδυ, όταν θα έκλεινε κατάκοπη τα μάτια για λίγες ώρες διακοπής από αυτή την αδιάκοπη τρέλα, θα ξυπνούσε από το απαίσιο ροχαλητό του για να τον σκουντήσει, αυτός θα σιγομουρμούριζε συγγνώμη και θα άλλαζε πλευρό για να ξαναρχίσει να ροχαλίζει πιο δυνατά μετά από πέντε λεπτά, όταν εκείνη θα βρισκόταν στον προθάλαμο ενός όμορφου ονείρου, στο οποίο θα βρισκόταν μόνη της μέσα σε μια απέραντη θάλασσα.
Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν είχε χρόνο να τα σκεφτεί και τα έκανε μηχανικά, σαν ένα αυτόματο ρομπότ, στο οποίο η κοινωνία, η οικογένεια και προπάντων ο εαυτός της έριχναν συνεχώς κέρματα. Και για χρόνια αυτό το ρομπότ δούλευε, μόνο που τώρα με την οικονομική κρίση τα κέρματα όλων μειώνονταν κι εκείνη ένιωθε σαν ένα ρομπότ που έτριζε εκνευριστικά και με γρανάζια μέσα ξεχαρβαλωμένα.
Έκανε αυτές τις καθημερινές κινήσεις που κάνει μια εργαζόμενη μητέρα κάθε πρωί με εκνευρισμό και άγχος και μετά πήγε τα παιδάκια της στο σχολείο για να μορφωθούν, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι αυτό θα τους εξασφάλιζε στο μέλλον δουλειά και χρήματα και προπάντων ψυχική υγεία για να μπορούν να ζήσουν ανθρώπινα. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος εκείνο το πρωί αλλά το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έκανε τα πάντα να φαίνονται μαύρα, οι άνθρωποι που έβριζαν στους δρόμους είχαν μαυρίλα στην ψυχή τους κι έτσι ο ουρανός έγινε κι αυτός μαύρος, όταν τον κοίταξε κι ας ήταν γαλάζιος. Και τότε προσπέρασε μια γερασμένη, μισοτρελαμένη γριούλα, που ψαχούλευε στα σκουπίδια και με χαρά βρήκε ένα μισοφαγωμένο κουλούρι και κάθισε στο πεζοδρόμιο να το φάει χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα σκληρή, που δεν άντεχε να βλέπει και όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι, όταν δεν αντέχουν να βλέπουν κάτι πολύ σκληρό, γύρισε το κεφάλι και δυνάμωσε το ραδιόφωνο, στο οποίο ο εκφωνητής φώναζε για τη νέα φορολογία και σε αυτή τη νέα φορολογία αφοσιώθηκε και άρχισε να αγχώνεται, γιατί δεν ήξερε αν το καλοκαίρι θα πήγαινε διακοπές με τα νέα οικονομικά μέτρα που έρχονταν, να απλώσει το κουρασμένο κορμί της στην παραλία και να μην σκέφτεται τίποτα για λίγα λεπτά κάθε μέρα.
Και πάνω στη σκέψη της παραλίας και της φορολογίας, ένιωσε ένα παράξενο ταρακούνημα στο αμάξι, γύρισε και κοίταξε πίσω της και είδε έναν νεαρό άντρα να της κάνει άσεμνη χειρονομία και να λέει άσεμνα λόγια, γιατί μάλλον τον χτύπησε στον αγκώνα με τον καθρέφτη. Ένιωσε ενοχή, δεν σταμάτησε, όμως, γιατί πρώτον θύμωσε με τη χυδαιότητά του, δεύτερον φοβήθηκε ότι μπορεί να γινόταν βίαιος. Πάτησε γκάζι κι έφυγε και πήγε στη δουλειά της.
Πάνω από το κτήριο, στο οποίο στεγαζόταν η εταιρεία που δούλευε, ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο είχε εγκατασταθεί από το καλοκαίρι, όταν άρχισε να ψιθυρίζεται το ενδεχόμενο απολύσεων και όταν άρχισαν οι πρώτες περικοπές και όταν τα έσοδα άρχισαν να μειώνονται πραγματικά επικίνδυνα για την βιωσιμότητα της εταιρείας. Όλοι ήταν θυμωμένοι με μια κατάσταση, για την οποία κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος και οι μισοί συνάδελφοί της που είχαν οικογένεια είχαν δάνεια για σπίτια, που με πολύ χαρά επίπλωσαν κάποτε, παιδιά που σπούδαζαν στο εξωτερικό ή σε άλλη πόλη, στα οποία δεν τολμούσαν να πουν ότι ίσως θα έπρεπε να δουλέψουν σε μια εποχή που κανείς δεν έβρισκε δουλειά και τεράστια ανάγκη για διακοπές σε κάποιο όμορφο νησί με σοκάκια, μαγαζάκια με κοσμήματα και κοκτέιλ στην παραλία. Οι άλλοι μισοί συνάδελφοι, που ήταν πιο νέοι, είχαν κάποτε όνειρο να παντρευτούν σε κάποιο κτήμα με όμορφο νυφικό και ρομαντικό ηλιοβασίλεμα και να κάνουν παιδιά, τα οποία μάλλον δεν θα προλάβαιναν να βλέπουν κι όταν τα έβλεπαν θα ήθελαν να τα σκοτώσουν, αυτό δεν τους το έλεγε για να μην τους αποθαρρύνει από το ιερό έργο της διαιώνισης του είδους, ωστόσο τώρα είχαν όλοι αποθαρρυνθεί κι έλεγαν ότι θα μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και τουλάχιστον κάποιος άλλος θα καθάριζε το δωμάτιό τους και δεν θα έπρεπε να καθαρίσουν οι ίδιοι που γύριζαν κατάκοποι το βράδυ και δεν είχαν όρεξη ούτε για ποτό να πάνε. Όλοι αυτοί οι συνάδελφοί της και η ίδια ήταν θυμωμένοι με τον εργοδότη τους και με το κράτος, ο εργοδότης ήταν θυμωμένος με αυτούς, που έπρεπε να πληρώνει τόσα χρήματα για την ασφάλισή τους και με το κράτος, επίσης συχνά μπορεί να μάλωναν και μεταξύ τους για ένα μολύβι ή ένα φαξ, που δεν στάλθηκε, το μόνο που τους ένωνε ήταν πάντως οι ευχές να κλείσουν οι ανταγωνίστριες εταιρείες για να ανέβει ο τζίρος κι ας έμεναν άνθρωποι σαν αυτούς άνεργοι και όλοι θύμωναν, όταν οι ανταγωνιστές είχαν δουλειά και όλος αυτός ο θυμός κυκλοφορούσε στους διαδρόμους, στα γραφεία, έμπαινε κι έβγαινε από τα παράθυρα, ερχόταν από τα σπίτια τους και καμία φορά τη μαυρίλα πάνω από την εταιρεία διέκοπταν εκρήξεις ηφαιστείων.
Η ημέρα για όλους αυτούς τους υπαλλήλους και για την ίδια πέρασε άσχημα, όπως όλες οι ημέρες τους τελευταίους μήνες και επιτέλους έφτασε η ώρα να φύγει από αυτό το μισητό μέρος, στο οποίο περνούσε τελικά τη ζωή της και πια δεν την πλήρωνε αλλά το είχε ανάγκη γιατί άλλη δουλειά δεν θα έβρισκε αν η εταιρεία έκλεινε ή την απέλυαν και δυστυχώς δεν έγινε μείωση στα δίδακτρα του ιδιωτικού σχολείου των παιδιών, ακόμη κι αν παρακάλεσε πολύ ευγενικά ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων.
Μπήκε στο αυτοκίνητο της και άνοιξε το ραδιόφωνο, αλλά η ιδέα που της είχε καρφωθεί από το μεσημέρι, τώρα γιγαντώθηκε στο μυαλό της και άρχισε να την κατακλύζει. Κι αν αυτός ο νεαρός της έκανε μήνυση για εγκατάλειψη ατυχήματος; Αν είχε σπάσει το χέρι του ή είχε πάθει κάταγμα; Και το ακόμη χειρότερο, που της πάγωνε το αίμα, αν είχε μαζί του ένα μικρό παιδί κι εκείνη δεν το είδε και το σκότωσε; Αν είχε γίνει φονιάς και δεν το είχε καταλάβει; Αν έμπαινε στη φυλακή και δεν ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά της; Μοιράστηκε αυτούς τους φόβους με μια φίλη της, που της είπε ότι μάλλον έχει πολύ άγχος και να πάει σε ψυχολόγο, αν τις περισσέψουν ποτέ ξανά χρήματα και με τη μαμά της, που της είπε ότι μπορεί να είχε πάθει κάταγμα ο άνθρωπος και ότι έπρεπε να είχε σταματήσει για να τον πάει στο νοσοκομείο. Καταλάβαινε ότι ήταν παράλογο, ότι το μυαλό της τής έπαιζε παιχνίδια, ότι απλώς χτύπησε λίγο το χέρι ενός ανθρώπου με τον καθρέφτη κι αυτός εκνευρίστηκε, αλλά τότε τι ήταν αυτή ενοχή, τι ήταν αυτό το τεράστιο βάρος, που την πλάκωνε σαν ταφόπλακα σε ζωντανό σώμα, τι ήταν αυτός ο τρόμος που παρέσυρε το μυαλό της σε καταστροφές και την έκανε να φαντάζεται τον εαυτό της μόνο του στο κελί μιας φυλακής να μετράει τις μέρες της υπόλοιπης ζωής της χωρίς ελπίδα;
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι περνούσε πάλι από το σημείο που έγιναν όλα. Παρκάρισε το αυτοκίνητο και βγήκε χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει. Εντόπισε τον κάδο και άρχισε να κοιτάζει στον δρόμο αν υπήρχε αίμα από το έγκλημα που δεν έκανε. Κοιτούσε με μανία, ήθελε με τα χέρια της να τρίψει το πεζοδρόμιο, να το γδάρει και να γδάρει μετά τα χέρια της να φύγει από πάνω τους αυτό το φανταστικό αίμα κι αυτόν τον φόβο ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά της, τον άντρα της, τη μητέρα της να τον ξεριζώσει και να τον πετάξει μακριά και να μπορέσει να αναπνεύσει επιτέλους σαν άνθρωπος ζωντανός, όχι σαν άνθρωπος με μια ταφόπλακα πάνω του.
Τότε άκουσε μια φωνή πίσω της και πετάχτηκε τρομαγμένη. Η γριούλα, που το πρωί έτρωγε το μισοφαγωμένο κουλούρι, είχε βρει μια ολόκληρη τυρόπιτα.
«Τυχερή είμαι σήμερα», της είπε.
Την κοίταξε σοκαρισμένη κι έκανε να φύγει γρήγορα.
«Και τι ωραίος, γαλάζιος ουρανός…», συμπλήρωσε η γριούλα και άρχισε να καταβροχθίζει την τυρόπιτα.
Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη είναι ψυχολόγος, συγγραφέας και συνεργάτης του ΣΥΓΑΠΑ. Εχει γραψει και δημοσιεύσει πληθώρα διηγημάτων και κειμένων-βιβλίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου