Η εποχή της ενοχής
Ξύπνησε το πρωί με το ζόρι και με το ζόρι όσα είχε να κάνει θα έκανε την υπόλοιπη ημέρα.
Θα έντυνε τα παιδιά βιαστικά, θα τους ετοίμαζε πρωινό, θα τα πήγαινε στο σχολείο, θα πήγαινε στη δουλειά όπου ας πούμε με συντομία ότι για δέκα ώρες θα υπέφερε, θα επέστρεφε αργά το απόγευμα και θα έπρεπε να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα, γιατί ο άντρας της είχε μάθει να μην τρώει δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό, και να καθαρίσει το σπίτι, θα βοηθούσε τα παιδιά στο διάβασμα, θα τους φώναζε, ακόμη κι αν ένιωθε φρικτά γι’αυτό, επειδή δεν θα είχαν όλες τις ασκήσεις τους σωστά αλλά έπρεπε να είναι καλοί μαθητές στο σχολείο, θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της και με το ζόρι θα άκουγε όλα τα τελευταία νέα για το σάκχαρό της και τις πρόσφατες εξετάσεις της, αλλά κυρίως για την εκδρομή που θα έκανε με τις φίλες, όταν εκείνη τη χρειαζόταν να της πλύνει κανέναν πιάτο ή να διαβάσει κανένα παραμύθι στους μικρούς της διαβόλους, θα έπρεπε να ακούσει μετά τον άντρα της να βρίζει το αφεντικό του και το βράδυ, όταν θα έκλεινε κατάκοπη τα μάτια για λίγες ώρες διακοπής από αυτή την αδιάκοπη τρέλα, θα ξυπνούσε από το απαίσιο ροχαλητό του για να τον σκουντήσει, αυτός θα σιγομουρμούριζε συγγνώμη και θα άλλαζε πλευρό για να ξαναρχίσει να ροχαλίζει πιο δυνατά μετά από πέντε λεπτά, όταν εκείνη θα βρισκόταν στον προθάλαμο ενός όμορφου ονείρου, στο οποίο θα βρισκόταν μόνη της μέσα σε μια απέραντη θάλασσα.